- προστηρώ
- -έω, Α1. δίνω προσοχή σε κάτι2. εξακολουθώ να παρατηρώ με προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστήρησις — ήσεως, ἡ, Α [προστηρῶ] 1. στροφή τής προσοχής σε κάτι 2. προσεκτική παρατήρηση, παρακολούθηση … Dictionary of Greek